αλλόκοτος

αλλόκοτος
-η, -ο (Α ἀλλόκοτος, -ον)
ο ασυνήθιστος στη μορφή ή τη φύση, παράδοξος, τερατώδης
αρχ.
φρ. «ἀλλόκοτον ὄνομα», παράδοξη, ασυνήθιστη λέξη
«ἀλλόκοτον πράγμα», δυσάρεστο, σκληρό, φοβερό πράγμα, φοβερή υπόθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο-* + κότος «οργή, έχθρα, μίσος», με εξασθενημένη τη σημασία του β' συνθετικού* πρβλ. και τον τ. νεό-κοτος «ασυνήθιστος».
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοκοτία
νεοελλ.
αλλοκοτιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀλλόκοτος — of unusual nature masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλόκοτος — η, ο επίρρ. α ιδιόρρυθμος, παράξενος, ιδιότροπος: Οι συντοπίτες του τον θεωρούσαν αλλόκοτο και τον απόφευγαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλλοκοτώτερον — ἀλλόκοτος of unusual nature masc acc comp sg ἀλλόκοτος of unusual nature neut nom/voc/acc comp sg ἀλλόκοτος of unusual nature adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοκοτώτατον — ἀλλόκοτος of unusual nature masc acc superl sg ἀλλόκοτος of unusual nature neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοκότως — ἀλλόκοτος of unusual nature adverbial ἀλλόκοτος of unusual nature masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλόκοτον — ἀλλόκοτος of unusual nature masc/fem acc sg ἀλλόκοτος of unusual nature neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοκοτωτάτη — ἀλλόκοτος of unusual nature fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοκότοις — ἀλλόκοτος of unusual nature masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοκότοισι — ἀλλόκοτος of unusual nature masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοκότου — ἀλλόκοτος of unusual nature masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”