- αλλόκοτος
- -η, -ο (Α ἀλλόκοτος, -ον)ο ασυνήθιστος στη μορφή ή τη φύση, παράδοξος, τερατώδηςαρχ.φρ. «ἀλλόκοτον ὄνομα», παράδοξη, ασυνήθιστη λέξη«ἀλλόκοτον πράγμα», δυσάρεστο, σκληρό, φοβερό πράγμα, φοβερή υπόθεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο-* + κότος «οργή, έχθρα, μίσος», με εξασθενημένη τη σημασία του β' συνθετικού* πρβλ. και τον τ. νεό-κοτος «ασυνήθιστος».ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοκοτίανεοελλ.αλλοκοτιά].
Dictionary of Greek. 2013.